- αποπατώ
- -ησα, κάνω τη φυσική μου ανάγκη: Το παιδί δεν μπορούσε ν' αποπατήσει και κάλεσαν το γιατρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποπατώ — ( έω κ. άω) (AM ἀποπατῶ, άω) [πατώ ( έω)] αποβάλλω τα περιττώματα, ενεργούμαι αρχ. αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω για να αφοδεύσω … Dictionary of Greek
ἀποπατῶ — ἀποπατέω retire to ease oneself pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποπατέω retire to ease oneself pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποπατέω retire to ease oneself pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποπατέω retire to ease… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτῳ — ἀπόπατος ordure masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαφοδεύω — Α αποπατώ επί πλέον πάνω σε κάποιον («ἀμύνεται δὲ λακτίζων καὶ προσαφοδεύων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφοδεύω «αποπατώ, ενεργούμαι»] … Dictionary of Greek
ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… … Dictionary of Greek
αποσκευάζω — (AM ἀποσκευάζω) ( ομαι) αποπατώ αρχ. μσν. φρ. «ἀποσκευάζω γυμνόν» απογυμνώνω κάτι, το στερώ από κάτι που του χρειάζεται αρχ. ( ομαι) 1. αφαιρώ την επίπλωση ή τα σκεύη 2. ετοιμάζω τις αποσκευές μου και αναχωρώ 3. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από… … Dictionary of Greek
απόπατος — ο (Α ἀπόπατος) αφοδευτήριο, αποχωρητήριο αρχ. αποπάτημα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ ( έω), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
αφοδεύω — (AM ἀφοδεύω) [οδεύω] απαλλάσσω τον πεπτικό σωλήνα από τα περιττώματα, αποπατώ … Dictionary of Greek
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
εκκοπρίζω — ἐκκοπρίζω (Α) καθαρίζω (την κοιλιά) από την κόπρο, αποπατώ … Dictionary of Greek